- όπισθεν
- (ΑΜ ὄπισθεν, Α, πριν από σύμφ., και ὄπισθε, ποιητ. τ. ὄπιθε[ν], αιολ. και δωρ. τ. ὄπισθα)(επίρρ. τοπ.)1. στο πίσω μέρος, πίσω, από πίσω («προσελθοῡσα ὄπισθεν ἥψατο τοῡ κρασπέδου τοῡ ἱματίου αὐτοῡ», ΚΔ)2. (ως ουδ. πληθ. ουσ.) τα όπισθεντα πίσω μέρη, τα νώτα, τα οπίσθια («τά γ' ὄπισθεν Μαχάονι πάντα ἔοικε», Ομ. Ιλ.)νεοελλ.1. «όπισθεν!» — ναυτικό παράγγελμα για κίνηση τού πλοίου προς τα πίσω, με την πρύμνη2. (ως θηλ. ουσ.) η όπισθενθέση στο κιβώτιο ταχυτήτων ενός μηχανοκίνητου οχήματος η οποία εξασφαλίζει την προς τα πίσω κίνησή τουαρχ.1. (ως πρόθεση) πίσω από κάτι («ὄπισθε τῆς θύρης», Ηρόδ.)2. (ως επίρρ. χρον.) στο μέλλον, στο εξής, κατόπιν, στη συνέχεια («οὐδ' ὄπιθεν κακὸς ἔσσεαι», Ομ. Οδ.)3. σπαν. κατά το παρελθόν4. (ως αρσ. πληθ. ουσ.) οἱ ὄπιθεν ή οἱ ὄπισθενα) οι επιζώντεςβ) αυτοί που βρίσκονται στα νώτα, η οπισθοφυλακή («μηδένα τῶν ὄπισθεν κινεῑσθαι, πρὶν ἄν ὁ πρόσθεν ἡγῆται», Ξεν.)γ) αυτοί που τοποθετούνται προς τα πίσω στην κοινωνία ως επιβλαβείς, οι ανάξιοι, οι άχρηστοι («εἰ τοὺς δίκῃ νικῶντας ἐξωθήσομεν καὶ τοὺς ὄπισθεν ἐς τὸ πρόσθεν ἄξομεν», Σοφ.)5. φρ. α) «ἐν τοῑσι ὄπισθε λόγοισι» — στα επόμενα βιβλία (Ηρόδ.)β) «ὁ ὄπισθεν χρόνος» — οι παλαιότεροι χρόνοιγ) «εἰς τοὔπισθεν» — από το πίσω μέροςδ) «ἐν τῷ ὄπισθεν» — στα νώτα (Πλάτ.)ε) «ἐν τοῑς ὄπισθεν ἕπομαι» — ακολουθώ κατόπιν, από πίσωστ) «ἐκ τοὔπισθεν» — από το πίσω μέρος (Αριστοφ.)ζ) «εἰς τοὔπισθεν» — προς τα πίσω (Ευρ.)η) «ὄπισθεν κομόω» — τρέφω κόμη προς τα πίσω, στη ράχη (Ομ. Ιλ.)θ) «ὄπισθεν ποιοῡμαί τι» — κάνω ώστε να είναι κάτι πίσω μου (Ξεν.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὄπισθεν / ὄπιθεν παράγεται από την πρόθεση ὀπί, η οποία εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα τής πρόθεσης ἐπί* < *epi (πρβλ. λατ. ob, αρχ. σλαβ. ob) και μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τη μορφή opi «πάνω, για, μετά», πρβλ. opidesomo = ἐπίδεσμος, opi-roqo (πρβλ. επί-λοιποι), opi-turajo = ἐπιθύραιος. Η πρόθεση ὀπί, επίσης, εμφανίζεται ως α' συνθετικό στη λ. ὀπώρα* και ως β' συνθετικό στα επιρρ. ἐξ-όπιν, κατ-όπιν, μετ-όπιν. Το επίρρ. ὄπιθεν έχει σχηματιστεί από την πρόθεση ὀπί με επιρρμ. κατάλ. -θεν, ενώ το -σ- τού τ. ὄπισθεν είναι πιθ. αναλογικό προς τα πρόσθε (ν) και ὀπίσ-(σ)ω. Τέλος, το επίρρ. ὀπίσ(σ)ω (< *opityō) έχει προέλθει επίσης από το ὀπί, με επίθημα -tyō (πρβλ. πρόσω, έπισσαι).ΠΑΡ. οπίσθιοςαρχ.οπισθίδιος, οπισθότατος, οπισθότερος, οπίστατος, οπίστερος.ΣΥΝΘ. (Για σύνθ. με α' συνθετικό βλ. λ. οπισθ[ο]-). (Β' συνθετικό) αρχ. απόπισθεν, εξόπισθεν, επόπισθεν, κατόπισθεννεοελλ.μετόπισθεν].
Dictionary of Greek. 2013.